Μπιντερμάιερ

Μπιντερμάιερ
(Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με τον «νέο άνθρωπο», τον κληρονόμο του πνεύματος της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, που είχε διαδώσει στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση. Το Μ. δεν είναι μόνο μια αντίδραση στους προηγούμενους ρυθμούς (ιδιαίτερα στον ρυθμό Αυτοκρατορίας), αλλά εισάγει μορφές απλές, γραμμικές, άνετες, κατάλληλες για το αστικό κοινό της εποχής. Χαρακτηριστικά έπιπλα είναι η «σερβάντ» με βιτρίνα για την τοποθέτηση των αντικειμένων από πορσελάνη και κρύσταλλο και το «σεκρετέρ» που αντικαθιστά το μεγάλο «σκρίνιο». Ο καναπές αποκτά μεγάλες διαστάσεις και γίνεται πιο μαλακός. Αφθονούν οι κουρτίνες και τα χαλιά, ενώ τα καθίσματα και τα τραπέζια (συνήθως από μαόνι ή κερασιά) σχεδιάζονται κατά πιο ορθολογιστικό τρόπο. Ο ρυθμός Μ. επηρέασε, εκτός από τις γερμανικές χώρες, το βικτοριανό στυλ της Μεγάλης Βρετανίας και το γαλλικό στυλ Λουδοβίκου Φίλιππου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • κομό — (γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική… …   Dictionary of Greek

  • Άιχεντορφ, Γιόζεφ φον- — (Joseph Freiherr von Eichendorff,Λούμποβιτς, Άνω Σιλεσία, 1788 – Νάισε, Άνω Σιλεσία, 1857). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Ο Ά. ωρίμασε μέσα στο κλίμα του όψιμου ρομαντισμού. Τη ρομαντική εμπειρία –από την οποία πήγασε το νεανικό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”